- ποίαι
- ποίᾱͅ , πόαgrassfem dat sg (attic doric ionic aeolic)ποί̱ᾱͅ , ποῖοςof what kind?fem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιᾶι — ποιᾷ , ποιός of a certain nature fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖαι — πόα grass fem nom/voc pl (doric ionic) ποῖος of what kind? fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖ' — ποῖαι , πόα grass fem nom/voc pl (doric ionic) ποῖα , ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc pl ποῖε , ποῖος of what kind? masc voc sg ποῖαι , ποῖος of what kind? fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… … Dictionary of Greek
Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… … Dictionary of Greek
ποι' — ποιά , ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ποιέ , ποιός of a certain nature masc voc sg ποιαί , ποιός of a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)